Η ενασχόληση με την προστασία του περιβάλλοντος βρίσκεται σε άνοδο, ενώ η χρηματοδότηση για προγράμματα προστασίας και διατήρησης χρηματοδοτούνται όλο και περισσότερο.
Παρόλα αυτά, η νέα μελέτη των M. Clark, T. Pienkowski et al., εντοπίζει ένα συγκεκριμένο πρόβλημα με τα περιβαλλοντικά προγράμματα- την μικρή διάρκεια ζώης τους. Παρά την συλλογική πίεση για περιβαλλοντικές πρωτοβουλίες, λίγη προσοχή δίνεται στο να επιζούν αυτές οι πρωτοβουλίες σε βάθος χρόνου, επιφέροντας μακροχρόνια αποτελέσματα. Σύμφωνα με τη δημοσιευμένη έρευνα περίπου ⅓ των οικολογικών προγραμμάτων εγκαταλείπονται λίγα χρόνια μετά την έναρξή τους, υποθάλπτοντας την οικολογική προσπάθεια, μιας και η ανάκαμψη του φυσικού τοπίου απαιτεί ως και δεκαετίες για να γίνει εμφανής.
Οι συγγραφείς εντοπίζουν ότι οργανώσεις, ΜΚΟ, τοπικοί φορείς και κυβερνήσεις συχνά είτε επισήμως ανατρέπουν προστατευτικές πολιτικές, είτε ανεπίσημα εγκαταλείπουν προγράμματα και πρωτοβουλίες. Στην 2η περίπτωση, τα προγράμματα συνήθως μένουν “στα χαρτιά” δίνοντας μια στρεβλή εικόνα οικολογικής επιτυχίας ή πράσινης πολιτικής.
Όπως επισημαίνει ο C. Cook, εκ της συγγραφικής ομάδας: “Τρέχουμε να πετύχουμε τους διεθνείς στόχους προστασίας του 30% της θάλασσας και της στεριάς μεχρι το 2030. Αλλά κανείς δεν ρωτάει αν τα πάρκα που θεσμοθετούμε προστατεύονται ακόμη- ή αν υπάρχουν καν με έναν ουσιαστικό τρόπο”.
Στο πλαίσιο αυτό η ουσιαστική παρακολούθηση των περιβαλλοντικών πολιτικών και προγραμμάτων είναι καθοριστική. Η άσκηση πολιτικής πίεσης, ούτως ώστε οι δεσμεύσεις να εκπληρώνονται και να ακολουθούνται από ουσιαστικά μέτρα προστασίας, κρίνεται αναγκαία. Εν όψει των διεθνών δεσμεύσεων και της COP30, κρίνεται αναγκαία η ουσιαστική εμπλοκή με τις περιβαλλοντικές πολιτικές σε βάθος χρόνου και με ποιοτικά κριτήρια.